Σημαντικό “εργαλείο” για τη βελτίωση της βιοποικιλότητας του
παρόχθιου οικοσυστήματος είναι η διαχείριση των παρόχθιων δασών, όπως
αναφέρει σε σε σχετική μελέτη του ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος
Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Λάρισας
Γεώργιος Ευθυμίου.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Ευθυμίου, με τη συρρίκνωση των
δασικών εκτάσεων, λόγω έντονων ανθρώπινων δραστηριοτήτων (υλοτομιών,
πυρκαγιών, εκχερσώσεων, υποβάθμισης, αλλαγήςχρήσεων γης), μειώνεται
δραστικά η ποικιλία της ζωής. Μια σημαντική
οικολογικά κατηγορία δασικών εκτάσεων είναι η παρόχθια δασική βλάστηση, η
φυσική βλάστηση που η ύπαρξη και η ζωτικότητά της εξαρτάται από την
άμεση ή έμμεση επίδραση του νερού, επιφανειακού ή υπόγειου. Είναι
οικοσυστήματα με μεγάλη δυναμική τα οποία αποτελούν σημαντική κατηγορία
δασικών οικοσυστημάτων καθότι στηρίζει πλούσια βιοποικιλότητα, εξηγεί
στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Ευθυμίου και προσθέτει πως ο μεγάλος αριθμός των
παρόχθιων ξυλωδών δασοπονικών ειδών (δέντρων και θάμνων) σχηματίζουν
παρόχθιες συστάδες με πλούσια και πυκνή κατακόρυφη δομή. Εμφανίζουν
ποικιλία και μείξη ειδών και στους τρεις ορόφους (υπώροφο, μεσώροφο,
ανώροφο).
“Εκείνο που έχει ιδιαίτερο οικολογικό και επιστημονικό ενδιαφέρον για τα μεσογειακά παρόχθια δάση (δάση γαλαρίας) είναι η ύπαρξη σε αυτά μεγάλης ποικιλίας αναρριχώμενων ειδών με σημαντική οικολογική και εμπορική αξία (π.χ. λυκίσκος). Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το φυσικό παραποτάμιο δάσος του Νέστου (Ευθυμίου, 2000), στο οποίο έχουν καταγραφεί περισσότερα από 15 διαφορετικά είδη αναρριχώμενων ειδών. Η ύπαρξή τους δίνει την αίσθηση της ‘ζούγκλας’ λόγω της μη εύκολης προσπελασιμότητας, δημιουργώντας κατά θέσεις, απαράμιλλου κάλους τοπία με φυσικές πράσινες ‘κουρτίνες’. Παράλληλα, η παρόχθια δασική βλάστηση που απαντάται κατά μήκος μικρών και μεγάλων ποταμών, χειμάρρων ακόμη και στα αρδευτικά και στραγγιστικά κανάλια, παρέχει θέσεις για φωλεοποίηση, τροφή και απόκρυψη ειδών της πανίδας, βελτιώνοντας τη βιοποικιλότητα των ειδών” επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής στο ΤΕΙ Λάρισας.
“Εκείνο που έχει ιδιαίτερο οικολογικό και επιστημονικό ενδιαφέρον για τα μεσογειακά παρόχθια δάση (δάση γαλαρίας) είναι η ύπαρξη σε αυτά μεγάλης ποικιλίας αναρριχώμενων ειδών με σημαντική οικολογική και εμπορική αξία (π.χ. λυκίσκος). Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το φυσικό παραποτάμιο δάσος του Νέστου (Ευθυμίου, 2000), στο οποίο έχουν καταγραφεί περισσότερα από 15 διαφορετικά είδη αναρριχώμενων ειδών. Η ύπαρξή τους δίνει την αίσθηση της ‘ζούγκλας’ λόγω της μη εύκολης προσπελασιμότητας, δημιουργώντας κατά θέσεις, απαράμιλλου κάλους τοπία με φυσικές πράσινες ‘κουρτίνες’. Παράλληλα, η παρόχθια δασική βλάστηση που απαντάται κατά μήκος μικρών και μεγάλων ποταμών, χειμάρρων ακόμη και στα αρδευτικά και στραγγιστικά κανάλια, παρέχει θέσεις για φωλεοποίηση, τροφή και απόκρυψη ειδών της πανίδας, βελτιώνοντας τη βιοποικιλότητα των ειδών” επισημαίνει ο επίκουρος καθηγητής στο ΤΕΙ Λάρισας.
Κίνδυνοι Όπως επισημαίνει ο κ. Ευθυμίου στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, οι κίνδυνοι
που απειλούν την ύπαρξη και δυναμική λειτουργία των παρόχθιων
οικοσυστημάτων ταυτίζονται με αυτούς που υποβαθμίζουν τη βιοποικιλότητά
τους. Οι σημαντικότερες απειλές που έχουν καταγραφεί και οι οποίες
απειλούν την ύπαρξη και τη βιοποικιλότητα των παρόχθιων δασικών
οικοσυστημάτων είναι η υλοτομία – αφανισμός της παρόχθιας βλάστησης, για
επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, συχνά μέχρι την κοίτη του
ποταμού, χειμάρρου ή ρέματος, με την όποια υποβάθμιση συνεπάγεται αυτό,
για τη βιοποικιλότητα αλλά και τη σταθερότητα των όχθεων.
“Ίσως, ο σημαντικότερος κίνδυνος σήμερα για τις παρόχθιες νησίδες
πρασίνου στην ελληνική ύπαιθρο είναι η καύση της παρόχθιας βλάστησης.
Συνήθως, η συνήθεια αυτή αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια για την κακώς
νοούμενη ‘διαχείριση’ της κακώς νοούμενης ανεπιθύμητης βλάστησης στα
όρια του αγροτεμαχίου ή τις ανισοσταθμίες μεταξύ γεωργικών γαιών. Άλλοτε
πάλι, η καύση της παρόχθιας βλάστησης αποτελεί τυχαίο γεγονός που
οφείλεται στην καύση της γειτονικής στο ρέμα καλαμιάς χωρίς μέτρα
προφύλαξης, με συνέπεια την επέκταση της φωτιάς” σημειώνει ο ερευνητής.
Επίσης, ο πιο σημαντικός κίνδυνος, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η
έλλειψη διαχείρισης της παρόχθιας βλάστησης, γεγονός που συνεπάγεται την
εγκατάλειψη αυτών των οικοσυστημάτων στην “τύχη τους” και στις
συνέπειες των από αμέλεια ή πρόθεση ενεργειών των ανθρώπων της υπαίθρου.
Η επιχωμάτωση της όχθης, συχνά και τμήματος της κοίτης σε πολλά
μικρότερα ή μεγαλύτερα ρέματα, για τη δημιουργία κατασκευών, συχνά
χαρακτηριζόμενων ως έργα διευθέτησης κοίτης, ελαχιστοποιούν και συνήθως
εξαφανίζουν την παρόχθια βλάστηση. Το “καθάρισμα” της κοίτης των
στραγγιστικών ή αρδευτικών καναλιών σημαίνει την αποψίλωση της όποιας
παρόχθιας βλάστησης έχει αναπτυχθεί στην κοίτη και τα πρανή της όχθης
τους. Η διατήρηση, όμως, της παρόχθιας δασικής βλάστησης στα πρανή της
όχθης, εξασφαλίζει σταθερότητα σε αυτά, φιλτράρει το νερό, βελτιώνει την
ποιότητα του νερού με την συγκράτηση των φορτίων του, αυξάνει τη
βιοποικιλότητα, εξασφαλίζει ενδιαιτήματα για την άγρια ζωή και βελτιώνει
αισθητικά το τοπίο, παρέχοντας ευκαιρίες για πεζοπορία, ποδηλασία και
άλλες δράσεις αναψυχής στα μικρά και μεγάλα ποτάμια ή ρέματα που
διασχίζουν αστικές ή περιαστικές περιοχές.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό – διαπιστώνει ο κ. Ευθυμίου – ότι η
βιοποικιλότητα που εξασφαλίζουν τα παρόχθια δασικά οικοσυστήματα είναι
πολύ μεγάλη. Ωστόσο, όπως λέει, σε πολλές περιπτώσεις ανά την ελληνική
επικράτεια τα παρόχθια δάση έχουν υποβαθμιστεί, κατακερματιστεί ακόμη
και συρρικνωθεί σε σημαντικό βαθμό, που σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί
ίσως και μη αναστρέψιμο γεγονός η υποβάθμιση, χωρίς τη λήψη άμεσων και
δραστικών επεμβάσεων.
Προτάσεις Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα περισσότερα παρόχθια
δασικά οικοσυστήματα στη χώρα μας σήμερα, πρέπει να μελετηθεί και
διερευνηθεί περισσότερο, επισημαίνει ο κ. Ευθυμίου και προτείνει να
γίνει καταγραφή και αξιολόγηση των παρόχθιων δασικών οικοσυστημάτων, να
ιεραρχηθούν οι δράσεις αποκατάστασης και βελτίωσης σε επίπεδο πρώτου ή
δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, να εξασφαλιστεί η φυσική
λειτουργία αυτών των οικοσυστημάτων, να περιοριστούν οι ανθρώπινες
δραστηριότητες και να μηδενιστούν οι παράγοντες εκείνοι που υπονομεύουν
την ύπαρξη των παροχθίων οικοσυστημάτων.
“Σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί επιτακτική ανάγκη να εκπονηθούν και
να εφαρμοστούν ολοκληρωμένα διαχειριστικά αναπτυξιακά σχέδια για τις
παρόχθιες περιοχές, όπως και να συνδεθεί η ύπαρξη και λειτουργία των
παρόχθιων δασών με την ανάπτυξη υποδομών οικοτουρισμού και ήπιων μορφών
τουρισμού υπαίθρου. Είναι αυτονόητο για τον ερευνητή ότι μόνο κάτω από
τέτοια οπτική γωνία πρέπει να αντιμετωπίζονται τα παρόχθια δάση,
ειδικότερα αυτά που βρίσκονται κοντά σε αστικά κέντρα ώστε να
αποτελέσουν περιοχές που θα ικανοποιούν τις αναψυχικές και αθλητικές
ανάγκες των κατοίκων. Ανάλογα με τις ευκαιρίες που θα παρέχουν
αξιοποιημένα παρόχθια αστικά και περιαστικά δάση μπορούν να αποτελέσουν
πόλους έλξης επισκεπτών σε επίπεδο δήμου, νομού ή ακόμη και περιφέρειας.
Και, βέβαια, είναι αυτονόητα τα άμεσα και έμμεσα οικολογικά οφέλη της
περιοχής από την διατήρηση και ανάπτυξη των παρόχθιων δασικών
οικοσυστημάτων της” τονίζει ο κ. Ευθυμίου.
Φέρνει δε ως παράδειγμα – μεταξύ άλλων – τις υποδομές που έχουν
δημιουργηθεί στο Ληθαίο, στα Τρίκαλα, στον Πηνειό, στη Λάρισα ώστε τα
παρόχθια οικοσυστήματα αυτά να αποτελούν σημείο αναφοράς για τις εν λόγω
πόλεις από τους κατοίκους και τους επισκέπτες τους.
Η ποικιλία ζωής στον πλανήτη Τη σημασία της βιοποικιλότητας
καταδεικνύει το γεγονός ότι πρόκειται για την ποικιλία της ζωής πάνω
στον πλανήτη. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περί τα 10 εκατομμύρια είδη
ζωντανών οργανισμών, από τα οποία μέχρι σήμερα έχουν αναγνωριστεί
περίπου 1,6 εκατομμύρια είδη, δηλαδή το 10 -15%, ενώ κατά άλλους
επιστήμονες είναι γνωστό μόλις το 1 – 3% αυτών. Η λεκάνη της Μεσογείου
έχει περί τα 22.500 ενδημικά είδη (4 φορές περισσότερα από τα είδη όλης
της Ευρώπης). Η Ελλάδα είναι από τις πλέον πλούσιες σε βιοποικιλότητα
χώρες, με περισσότερα από 6000 φυτικά είδη και 30.000 – 50.000 ζωικούς
οργανισμούς. Η Κρήτη μόνη της παρουσιάζει τη βιοποικιλότητα που έχει όλη
η Μεγάλη Βρετανία.
Λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών συνθηκών του ελλαδικού χώρου,
εντοπίζεται σε αυτόν μεγάλος αριθμός ενδημικών ειδών φυτών και ζώων αλλά
και πολλά απειλούμενα και σπάνια είδη. Από τα δεκάδες χιλιάδες είδη και
την πληθώρα τύπων οικοτόπων, στην Ελλάδα, 85 τύποι οικοτόπων, 182 είδη
ζώων και 58 είδη φυτών είναι Κοινοτικού ενδιαφέροντος.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ – ΑΜΠ
Κέρδος online 21/2/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου