Σε πρωταγωνιστές των χρηματιστηρίων
αναδεικνύονται επιχειρήσεις που μπορούν να δώσουν απαντήσεις και λύσεις
στα όλο και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλήττουν τον πλανήτη
Από τον Ηλία Γ. Μπέλλο
Πίσω από τη βραχυπρόθεσμη συμπεριφορά των μετοχών και παρά την ενασχόληση οικονομολόγων, αναλυτών και επενδυτών με τα τρέχοντα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας, μια κυριολεκτικά κοσμογονική αλλαγή βρίσκεται αδιαμφισβήτητα σε εξέλιξη. Και καθορίζει, έτσι, τους εταιρικούς πρωταγωνιστές του μέλλοντος, οι οποίοι ήδη βλέπουν τον κύκλο εργασιών τους να αυξάνεται, καθώς σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων αναγνωρίζει ως βασικό ρίσκο την περιβαλλοντική αλλαγή μακροπρόθεσμα, ενώ, παράλληλα, η ενεργειακή ασφάλεια και η εξασφάλιση ύδρευσης και τροφίμων μπαίνουν, πλέον, υψηλά στην ατζέντα της πολιτικής.
Μπορεί η επικαιρότητα να μην επιτρέπει στην πλειονότητα των συμμετεχόντων στις αγορές να δουν πέρα από την κρίση χρέους ή τα επιμέρους προβλήματα κάθε οικονομίας, ωστόσο όσοι νιώθουν ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με πρώτη την παγκόσμια ασφαλιστική βιομηχανία, έχουν συνειδητοποιήσει την έκταση του προβλήματος που εξελίσσεται αργά, αλλά σταθερά, στη μεγαλύτερη απτή απειλή για την ανθρωπότητα.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την κλιματική αλλαγή, αλλά όχι και για το καλάθι εκείνο των επιχειρήσεων που είναι στρατηγικά τοποθετημένες για να την αντιμετωπίσουν. Πρόκειται για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγροτική παραγωγή, στα λιπάσματα, στην επιστημονική ανάπτυξη εσοδειών, στην ενέργεια εν γένει και ειδικότερα στις εξελιγμένες ανανεώσιμες πηγές, αλλά και στις «καθαρές» συμβατικές, όπως το αέριο, στον μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και στην εκμετάλλευση και διανομή των υδάτων.
Ενεργοβόρος πλανήτης
Την ίδια ώρα, η αναμενόμενη αύξηση της ενεργειακής ζήτησης έως το 2035 σημαίνει πως θα χρειαστούν επενδύσεις ύψους 38 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ενεργειακές υποδομές ή 1,5 τρισ. ετησίως. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα είναι οι μεγαλύτεροι αποδέκτες αυτών των κεφαλαίων, αντλώντας, σύμφωνα με τη Merrill, που επικαλείται μελέτες της ΙΕΑ, περί τα 20 τρισ. Η ηλεκτροπαραγωγή θα καλύψει τα άλλα 17 τρισ.
Η κλιμάκωση του ανταγωνισμού για πρόσβαση σε αυτές τις επενδύσεις αλλά και τις πηγές δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, με προεκτάσεις για τις διεθνείς σχέσεις. «Οι κυβερνήσεις, οι εμπλεκόμενοι φορείς και οι έχοντες συμφέροντα, όπως και οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές, θα πρέπει να αναζητήσουν άμεσα τρόπους για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη πραγματικότητα και, στον βαθμό που μπορούν, να την αποτρέψουν», σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, που διαπιστώνει πως η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη, πλην όμως όχι με τους ρυθμούς που αναμενόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Μελέτη-σοκ από τη Merrill Lynch
Η Bank of America - Merrill Lynch, μάλιστα, προχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα στην εκπόνηση μελέτης για το εύρος των επιπτώσεων στις εισηγμένες των παραπάνω κλάδων, και ειδικότερα στις προοπτικές ανάπτυξής τους υπό το κεντρικό σενάριο της εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής. Ένα σενάριο από τη φύση του κυριολεκτικά μαύρο. Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι οικονομολόγοι και αναλυτές του αμερικανικού οίκου, τα ακραία καιρικά φαινόμενα αποτελούν τη νέα κανονικότητα και όχι ακρότητες ή εξαιρέσεις. Οι ανωμαλίες στο κλίμα βρίσκονται σε διαρκή έξαρση και αύξηση, με το 2013 να αποτελεί το 28ο συνεχές έτος κατά το οποίο η μέση παγκόσμια θερμοκρασία κινήθηκε άνω του μέσου όρου της θερμοκρασίας του 20ού αιώνα συνολικά. «Τα ακραία καιρικά φαινόμενα μεταλλάσσονται σε φυσιολογικά, με τα γεγονότα που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία να καλύπτουν πλέον το 10% του πλανήτη, έναντι μόλις 0,1% έως 0,2% κατά την 30ετία 1951-1980», σημειώνει επικαλούμενη ενδελεχείς μελέτες της NASA. Αν και κανένα συγκεκριμένο καιρικό φαινόμενο δεν μπορεί να συνδεθεί απευθείας με την έννοια της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει σωρεία επιστημονικών ενδείξεων ότι η ανθρωπότητα θα πρέπει να περιμένει περισσότερα καταστροφικά και ακραία καιρικά φαινόμενα, τονίζουν οι επιστήμονες. Έως και το 40% της παγκόσμιας έκτασης της ξηράς θα είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο ακραία υψηλών θερμοκρασιών έως το 2040, δείχνουν οι σχετικές μετρήσεις και αναγωγές.
Ζημίες εκατοντάδων δισ.
Σύμφωνα με τη Merrill Lynch, ο ετήσιος λογαριασμός από φυσικές καταστροφές ανέβηκε το 2005 έως τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, με καταλύτη τότε τον τυφώνα Κατρίνα. Όμως, και το 2011 όπως και το 2012 αποδείχθηκαν τα δύο χειρότερα χρόνια στα καταγεγραμμένα χρονικά όσον αφορά τα ακραία καιρικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα καταστροφές αξίας μεγαλύτερης των 170 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και μάλιστα κυρίως σε επιχειρήσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, το 90% των εισηγμένων διεθνών επιχειρήσεων που παρακολουθεί ο S&P Global 100 σε διάφορους κλάδους δηλώνει πως τα καιρικά φαινόμενα και οι συνδεόμενες με αυτά καταστροφές αποτελούν κορυφαίο ρίσκο για τις προοπτικές τους. Παρά τούτο, παρατηρείται το ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο ποσοστό μικρότερο του 50% των επιχειρήσεων αυτών να έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν στα επιχειρηματικά τους σχέδια προσαρμογές της λειτουργικής τους δραστηριότητας στην κλιματική αλλαγή. Η ένταση και η έκταση, όμως, των ζημιών είναι τέτοια, που σταδιακά αυτό αλλάζει, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, ο πληθυσμός του πλανήτη αυξάνεται, δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα. Το ζήτημα της ύδρευσης, της διατροφής και της ενεργειακής ασφάλειας είναι τα κυριότερα, σύμφωνα με τη Merrill. Έως το 2030 η παγκόσμια ζήτηση για τροφή αναμένεται να αυξηθεί κατά 50%.
Κόστος 701 δισ. ευρώ για την Ελλάδα μακροπρόθεσμα βλέπει η ΤτΕ
Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στην Ελλάδα σε εξέλιξη μεγάλη έρευνα της Επιτροπής Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Και ακόμα λιγότεροι ίσως γνωρίζουν ότι η ίδια επιτροπή, που λειτουργεί κατόπιν εντολής και υπό την ομπρέλα της Τράπεζας της Ελλάδος, αποτίμησε πρόσφατα (μετά Μνημόνιο) το δυνητικό κόστος για την ελληνική οικονομία από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής στα 701 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές του 2008, ενώ το κόστος των επενδύσεων για να εξισορροπηθούν οι κίνδυνοι για τη χώρα ανέρχεται στα 1 23 δισ. ευρώ.
Όλα άρχισαν με μια πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργου Προβόπουλου, τον Μάρτιο του 2009, οπότε και συστήθηκε επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε το έργο της εκπόνησης μελέτης σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Ύστερα από μελέτες και έρευνες 26 μηνών, η επιτροπή ολοκλήρωσε την πρώτη φάση εργασιών και, σε έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011, αποτίμησε το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, καθώς και το κόστος των μέτρων άμβλυνσης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τα οποία θα ληφθούν στο πλαίσιο των σχετικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην τρέχουσα δεύτερη φάση των εργασιών της, η ΕΜΕΚΑ έχει θέσει ως στόχο να συμβάλει με μια νέα μελέτη στην επεξεργασία μιας εθνικής στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της λειτουργίας της, η ΕΜΕΚΑ παρήγαγε μια πρώτη εκτίμηση των (περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών) επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Δύο βασικά συμπεράσματα της πρώτης φάσης της ΕΜΕΚΑ με ιδιαίτερη βαρύτητα αφορούν, πρώτον, τη διαπίστωση της πολυμορφίας των ελληνικών κλιματικών συνθηκών και, δεύτερον, το μέγεθος του αναμενόμενου κόστους της αδράνειάς μας απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Η γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου παράγει ένα μωσαϊκό κλιματικών συνθηκών, το οποίο, σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές ιδιαιτερότητες, καθιστά ακόμα πιο απαιτητική την προσαρμογή, αναφέρει η ΤτΕ . Επιπλέον, εκτιμάται ότι η μη δράση απέναντι στην κλιματική αλλαγή θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και κατά 6% σε ετήσια βάση μέχρι το 2100.
«Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία του σεναρίου μη δράσης, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης και με μηδενικό προεξοφλητικό επιτόκιο, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008)», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η πρώτη αυτή προσέγγιση εκτίμησε και το μακροοικονομικό κόστος προσαρμογής υπό τις ακραίες κλιματικές συνθήκες του κεντρικού σεναρίου.
Η ανάλυση έδειξε ότι τα μέτρα προσαρμογής την περίοδο 2025-2050 αντιστοιχούν σε 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051 -2070 σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1 % του ΑΕΠ.
Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στοιχίζει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) 1 23 δισ. ευρώ (σε τιμές του 2008), επισημαίνει η ΤτΕ.
Η σύνδεση της εθνικής στρατηγικής για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) με τη σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας παραγνωρίζει, όμως, κατά την ΤτΕ, ένα γεγονός: «Η σημερινή οικονομική κατάσταση δεν παύει να αποτελεί μια οικονομική συγκυρία, μια κατάσταση βραχυχρόνια σε σχέση με τις κλιματικές επιπτώσεις, η οποία, αν και τις επηρεάζει, δεν θα πρέπει να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για μια μακροχρόνια στρατηγική, όπως η ΕΣΠΚΑ».
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 28ης Σεπτεμβρίου
Πηγή:www.capital.gr
Από τον Ηλία Γ. Μπέλλο
Πίσω από τη βραχυπρόθεσμη συμπεριφορά των μετοχών και παρά την ενασχόληση οικονομολόγων, αναλυτών και επενδυτών με τα τρέχοντα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας, μια κυριολεκτικά κοσμογονική αλλαγή βρίσκεται αδιαμφισβήτητα σε εξέλιξη. Και καθορίζει, έτσι, τους εταιρικούς πρωταγωνιστές του μέλλοντος, οι οποίοι ήδη βλέπουν τον κύκλο εργασιών τους να αυξάνεται, καθώς σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων αναγνωρίζει ως βασικό ρίσκο την περιβαλλοντική αλλαγή μακροπρόθεσμα, ενώ, παράλληλα, η ενεργειακή ασφάλεια και η εξασφάλιση ύδρευσης και τροφίμων μπαίνουν, πλέον, υψηλά στην ατζέντα της πολιτικής.
Μπορεί η επικαιρότητα να μην επιτρέπει στην πλειονότητα των συμμετεχόντων στις αγορές να δουν πέρα από την κρίση χρέους ή τα επιμέρους προβλήματα κάθε οικονομίας, ωστόσο όσοι νιώθουν ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με πρώτη την παγκόσμια ασφαλιστική βιομηχανία, έχουν συνειδητοποιήσει την έκταση του προβλήματος που εξελίσσεται αργά, αλλά σταθερά, στη μεγαλύτερη απτή απειλή για την ανθρωπότητα.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την κλιματική αλλαγή, αλλά όχι και για το καλάθι εκείνο των επιχειρήσεων που είναι στρατηγικά τοποθετημένες για να την αντιμετωπίσουν. Πρόκειται για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγροτική παραγωγή, στα λιπάσματα, στην επιστημονική ανάπτυξη εσοδειών, στην ενέργεια εν γένει και ειδικότερα στις εξελιγμένες ανανεώσιμες πηγές, αλλά και στις «καθαρές» συμβατικές, όπως το αέριο, στον μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και στην εκμετάλλευση και διανομή των υδάτων.
Την ίδια ώρα, η αναμενόμενη αύξηση της ενεργειακής ζήτησης έως το 2035 σημαίνει πως θα χρειαστούν επενδύσεις ύψους 38 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ενεργειακές υποδομές ή 1,5 τρισ. ετησίως. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα είναι οι μεγαλύτεροι αποδέκτες αυτών των κεφαλαίων, αντλώντας, σύμφωνα με τη Merrill, που επικαλείται μελέτες της ΙΕΑ, περί τα 20 τρισ. Η ηλεκτροπαραγωγή θα καλύψει τα άλλα 17 τρισ.
Η κλιμάκωση του ανταγωνισμού για πρόσβαση σε αυτές τις επενδύσεις αλλά και τις πηγές δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, με προεκτάσεις για τις διεθνείς σχέσεις. «Οι κυβερνήσεις, οι εμπλεκόμενοι φορείς και οι έχοντες συμφέροντα, όπως και οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές, θα πρέπει να αναζητήσουν άμεσα τρόπους για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη πραγματικότητα και, στον βαθμό που μπορούν, να την αποτρέψουν», σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, που διαπιστώνει πως η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη, πλην όμως όχι με τους ρυθμούς που αναμενόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Μελέτη-σοκ από τη Merrill Lynch
Η Bank of America - Merrill Lynch, μάλιστα, προχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα στην εκπόνηση μελέτης για το εύρος των επιπτώσεων στις εισηγμένες των παραπάνω κλάδων, και ειδικότερα στις προοπτικές ανάπτυξής τους υπό το κεντρικό σενάριο της εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής. Ένα σενάριο από τη φύση του κυριολεκτικά μαύρο. Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι οικονομολόγοι και αναλυτές του αμερικανικού οίκου, τα ακραία καιρικά φαινόμενα αποτελούν τη νέα κανονικότητα και όχι ακρότητες ή εξαιρέσεις. Οι ανωμαλίες στο κλίμα βρίσκονται σε διαρκή έξαρση και αύξηση, με το 2013 να αποτελεί το 28ο συνεχές έτος κατά το οποίο η μέση παγκόσμια θερμοκρασία κινήθηκε άνω του μέσου όρου της θερμοκρασίας του 20ού αιώνα συνολικά. «Τα ακραία καιρικά φαινόμενα μεταλλάσσονται σε φυσιολογικά, με τα γεγονότα που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία να καλύπτουν πλέον το 10% του πλανήτη, έναντι μόλις 0,1% έως 0,2% κατά την 30ετία 1951-1980», σημειώνει επικαλούμενη ενδελεχείς μελέτες της NASA. Αν και κανένα συγκεκριμένο καιρικό φαινόμενο δεν μπορεί να συνδεθεί απευθείας με την έννοια της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει σωρεία επιστημονικών ενδείξεων ότι η ανθρωπότητα θα πρέπει να περιμένει περισσότερα καταστροφικά και ακραία καιρικά φαινόμενα, τονίζουν οι επιστήμονες. Έως και το 40% της παγκόσμιας έκτασης της ξηράς θα είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο ακραία υψηλών θερμοκρασιών έως το 2040, δείχνουν οι σχετικές μετρήσεις και αναγωγές.
Σύμφωνα με τη Merrill Lynch, ο ετήσιος λογαριασμός από φυσικές καταστροφές ανέβηκε το 2005 έως τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, με καταλύτη τότε τον τυφώνα Κατρίνα. Όμως, και το 2011 όπως και το 2012 αποδείχθηκαν τα δύο χειρότερα χρόνια στα καταγεγραμμένα χρονικά όσον αφορά τα ακραία καιρικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα καταστροφές αξίας μεγαλύτερης των 170 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και μάλιστα κυρίως σε επιχειρήσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, το 90% των εισηγμένων διεθνών επιχειρήσεων που παρακολουθεί ο S&P Global 100 σε διάφορους κλάδους δηλώνει πως τα καιρικά φαινόμενα και οι συνδεόμενες με αυτά καταστροφές αποτελούν κορυφαίο ρίσκο για τις προοπτικές τους. Παρά τούτο, παρατηρείται το ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο ποσοστό μικρότερο του 50% των επιχειρήσεων αυτών να έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν στα επιχειρηματικά τους σχέδια προσαρμογές της λειτουργικής τους δραστηριότητας στην κλιματική αλλαγή. Η ένταση και η έκταση, όμως, των ζημιών είναι τέτοια, που σταδιακά αυτό αλλάζει, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, ο πληθυσμός του πλανήτη αυξάνεται, δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα. Το ζήτημα της ύδρευσης, της διατροφής και της ενεργειακής ασφάλειας είναι τα κυριότερα, σύμφωνα με τη Merrill. Έως το 2030 η παγκόσμια ζήτηση για τροφή αναμένεται να αυξηθεί κατά 50%.
Κόστος 701 δισ. ευρώ για την Ελλάδα μακροπρόθεσμα βλέπει η ΤτΕ
Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στην Ελλάδα σε εξέλιξη μεγάλη έρευνα της Επιτροπής Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Και ακόμα λιγότεροι ίσως γνωρίζουν ότι η ίδια επιτροπή, που λειτουργεί κατόπιν εντολής και υπό την ομπρέλα της Τράπεζας της Ελλάδος, αποτίμησε πρόσφατα (μετά Μνημόνιο) το δυνητικό κόστος για την ελληνική οικονομία από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής στα 701 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές του 2008, ενώ το κόστος των επενδύσεων για να εξισορροπηθούν οι κίνδυνοι για τη χώρα ανέρχεται στα 1 23 δισ. ευρώ.
Όλα άρχισαν με μια πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργου Προβόπουλου, τον Μάρτιο του 2009, οπότε και συστήθηκε επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε το έργο της εκπόνησης μελέτης σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Ύστερα από μελέτες και έρευνες 26 μηνών, η επιτροπή ολοκλήρωσε την πρώτη φάση εργασιών και, σε έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011, αποτίμησε το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, καθώς και το κόστος των μέτρων άμβλυνσης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τα οποία θα ληφθούν στο πλαίσιο των σχετικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην τρέχουσα δεύτερη φάση των εργασιών της, η ΕΜΕΚΑ έχει θέσει ως στόχο να συμβάλει με μια νέα μελέτη στην επεξεργασία μιας εθνικής στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της λειτουργίας της, η ΕΜΕΚΑ παρήγαγε μια πρώτη εκτίμηση των (περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών) επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Δύο βασικά συμπεράσματα της πρώτης φάσης της ΕΜΕΚΑ με ιδιαίτερη βαρύτητα αφορούν, πρώτον, τη διαπίστωση της πολυμορφίας των ελληνικών κλιματικών συνθηκών και, δεύτερον, το μέγεθος του αναμενόμενου κόστους της αδράνειάς μας απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Η γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου παράγει ένα μωσαϊκό κλιματικών συνθηκών, το οποίο, σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές ιδιαιτερότητες, καθιστά ακόμα πιο απαιτητική την προσαρμογή, αναφέρει η ΤτΕ . Επιπλέον, εκτιμάται ότι η μη δράση απέναντι στην κλιματική αλλαγή θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και κατά 6% σε ετήσια βάση μέχρι το 2100.
«Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία του σεναρίου μη δράσης, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης και με μηδενικό προεξοφλητικό επιτόκιο, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008)», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η πρώτη αυτή προσέγγιση εκτίμησε και το μακροοικονομικό κόστος προσαρμογής υπό τις ακραίες κλιματικές συνθήκες του κεντρικού σεναρίου.
Η ανάλυση έδειξε ότι τα μέτρα προσαρμογής την περίοδο 2025-2050 αντιστοιχούν σε 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051 -2070 σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1 % του ΑΕΠ.
Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στοιχίζει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) 1 23 δισ. ευρώ (σε τιμές του 2008), επισημαίνει η ΤτΕ.
Η σύνδεση της εθνικής στρατηγικής για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) με τη σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας παραγνωρίζει, όμως, κατά την ΤτΕ, ένα γεγονός: «Η σημερινή οικονομική κατάσταση δεν παύει να αποτελεί μια οικονομική συγκυρία, μια κατάσταση βραχυχρόνια σε σχέση με τις κλιματικές επιπτώσεις, η οποία, αν και τις επηρεάζει, δεν θα πρέπει να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για μια μακροχρόνια στρατηγική, όπως η ΕΣΠΚΑ».
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 28ης Σεπτεμβρίου
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου